- ὁπλοποιϊκός
- ὁπλο-ποιϊκός, ή, όν, die Kunst, Waffen zu schmieden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπλοποιικός — ὁπλοποιϊκός, ή, όν (Α) [οπλοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή τών όπλων, στην οπλοποιία 2. αυτός που είναι ικανός να κατασκευάζει όπλα 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλοποιϊκή η τέχνη τής κατασκευής όπλων … Dictionary of Greek
οπλοποιητικός — ὁπλοποιητικός, ή, όν (Α) [οπλοποιώ] οπλοποιικός* … Dictionary of Greek